Anonymous

προσπαρατρώγω: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_3)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσπαρατρώγω''': [[τρώγω]], δάκνω τινὰ [[προσέτι]], καὶ μεταφορ., προσβάλω τὴν ὑπόληψίν τινος, Διογ. Λ. 2. 107.
|lstext='''προσπαρατρώγω''': [[τρώγω]], δάκνω τινὰ [[προσέτι]], καὶ μεταφορ., προσβάλω τὴν ὑπόληψίν τινος, Διογ. Λ. 2. 107.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[δαγκώνω]] [[κάτι]] [[ακόμη]] στα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσβάλλω]] την [[υπόληψη]] κάποιου [[ακόμη]] μια [[φορά]], τον [[εξευτελίζω]] επιπροσθέτως («προσπαρατρώγειν καὶ τοὺς λοιποὺς Σωκρατικούς», Διογ. Λαέρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρατρώγω]] «[[δαγκώνω]] στο πλάι, [[κόβω]] με τα δόντια»].
}}
}}