Anonymous

προσπεριλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=embrasser en outre <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[περιλαμβάνω]].
|btext=embrasser en outre <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[περιλαμβάνω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[περιλαμβάνω]]<br />[[συμπεριλαμβάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ακόμη]] («ἑτέρας ποιοῡνται συνθήκας, ἐν αἷς προσπεριειλήφασι Καρχηδόνιοι Τυρίους», <b>Πολ.</b>).
}}
}}