Anonymous

προπομπή: Difference between revisions

From LSJ
34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’envoyer en avant;<br /><b>2</b> action d’accompagner processionnellement, d’escorter pour faire honneur.<br />'''Étymologie:''' [[προπέμπω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’envoyer en avant;<br /><b>2</b> action d’accompagner processionnellement, d’escorter pour faire honneur.<br />'''Étymologie:''' [[προπέμπω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προπέμπω]]<br />το να συνοδεύει [[κανείς]] κάποιον που αποχωρεί, [[ξεπροβόδισμα]] («ἀπέπεμψαν αὐτὸν [[οἴκαδε]] προπομπὴν δόντες μεγαλοπρεπῆ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πομπή]] και, ειδικότερα: α) στρατιωτική ή εορταστική [[παρέλαση]]<br />β) [[λιτανεία]]<br />γ) νεκρώσιμη [[πομπή]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ενέργεια]] του [[προπέμπω]], το να αποστέλλει [[κανείς]] από [[πριν]] ή [[πρώτα]] κάποιον ή [[κάτι]] («αἱ προπομπαὶ τῶν γραμματηφόρων», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}