3,240,841
edits
(6_5) |
(35) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσπέρδομαι''': ἀποθ. [[μετὰ]] ἐνεργ. ἀορ. β´ -έπαρδον. oppendere, [[πέρδομαι]], «κλάνω» [[πρός]] τινα, τινι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1074˙ τοῖς λοιποῖς δὲ προσπέρδου, τοὺς δὲ λοιποὺς κλάσε τους, Σωσίπατρος ἐν «Καταψευδομένῳ» 1. 12. | |lstext='''προσπέρδομαι''': ἀποθ. [[μετὰ]] ἐνεργ. ἀορ. β´ -έπαρδον. oppendere, [[πέρδομαι]], «κλάνω» [[πρός]] τινα, τινι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1074˙ τοῖς λοιποῖς δὲ προσπέρδου, τοὺς δὲ λοιποὺς κλάσε τους, Σωσίπατρος ἐν «Καταψευδομένῳ» 1. 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> [[πέρδομαι]] [[προς]] το [[πρόσωπο]] κάποιου («προσπαρδεῑν γ' εἰς τὸ [[στόμα]] τῷ θαλάμακι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκδηλώνω]] υβριστικά την περιφρόνησή μου για κάποιον σαν να [[πέρδομαι]] [[προς]] το πρόσωπό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέρδομαι]] «[[αφήνω]] [[πορδή]]»]. | |||
}} | }} |