Anonymous

προστυχής: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_7)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προστῠχής''': -ές, ἀσχολούμενος εἴς τι, ταῖς τιθασείαις τῶν ἰχθύων Πλάτ. Πολιτικ. 264C· τῇ ἀστρονομίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιν. 990D· τῷ βίῳ [[αὐτόθι]] 973Β, κτλ.· πρ. γίνεται = προστυγχάνει, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 955D. Ἐπίρ. -χῶς, τυχαίως Εὐσέβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 728C.
|lstext='''προστῠχής''': -ές, ἀσχολούμενος εἴς τι, ταῖς τιθασείαις τῶν ἰχθύων Πλάτ. Πολιτικ. 264C· τῇ ἀστρονομίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιν. 990D· τῷ βίῳ [[αὐτόθι]] 973Β, κτλ.· πρ. γίνεται = προστυγχάνει, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 955D. Ἐπίρ. -χῶς, τυχαίως Εὐσέβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 728C.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με [[κάτι]] («προστυχεῑς [τῇ στερεoμετρίᾳ] γεγονότες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «προστυχὴς γίνεται» — τον συναντά [[κάποιος]] τυχαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τυχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύχη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀ</i>-<i>τυχής</i>].
}}
}}