Anonymous

προσιτός: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />accessible.<br />'''Étymologie:''' [[πρόσειμι]]².
|btext=ή, όν :<br />accessible.<br />'''Étymologie:''' [[πρόσειμι]]².
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προσιτός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που μπορεί [[κανείς]] να τον προσεγγίσει, να τον πλησιάσει (α. «προσιτή [[κορυφή]]» β. «προσιτή [[ακτή]]» γ. «[[οὔτε]] προσιτὸ [[εἶναι]] τὸν τόπον οὔθ' ὁρατόν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> α) αυτός που αποχτιέται εύκολα, [[φθηνός]] («προσιτά βιβλία»)<br />β) (για [[τιμή]]) [[χαμηλός]] («ρούχα και κοσμήματα σε τιμές προσιτές»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για χαρακτήρα) [[ήρεμος]], [[πράος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόσειμι]], <b>πρβλ.</b> [[εἶμι]]: [[ἰτός]]].
}}
}}