Anonymous

προσρήσσω: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_2)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσρήσσω''': [[προσρήγνυμι]]. Μᾶρκ. Ἀντων. 4. 49, ἐν τῷ Παθ.
|lstext='''προσρήσσω''': [[προσρήγνυμι]]. Μᾶρκ. Ἀντων. 4. 49, ἐν τῷ Παθ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>παθ.</b> <i>προσρήσσομαι</i><br />[[προσκρούω]] με [[ορμή]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ρηγνύμενον, προσρησσόμενον, φθειρόμενον τὸ κῡμα», Μέγα Ετυμολογικόν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ῥήσσω]], σπανιότερος τ. του [[ῥήγνυμι]].
}}
}}