Anonymous

προσύγκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_20)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσύγκειμαι''': Παθητ., εἶμαι προσυμπεφωνημένος, ὃ προσυνέκειτο [[σημεῖον]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 3, 2., 19. 2, 5· τὸ πρ. Αἰν. Τακτ. 31.
|lstext='''προσύγκειμαι''': Παθητ., εἶμαι προσυμπεφωνημένος, ὃ προσυνέκειτο [[σημεῖον]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 3, 2., 19. 2, 5· τὸ πρ. Αἰν. Τακτ. 31.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[είμαι]] συμφωνημένος, κανονισμένος εκ τών προτέρων («ὅ προσυνέκειτο σημεῑον», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ουδ. του ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ προσυγκείμενον</i><br />η προσυμφωνία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σύγκειμαι]] «[[είμαι]] κανονισμένος, συμφωνημένος»].
}}
}}