3,274,921
edits
(SL_2) |
(35) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[προστυγχάνω]] <br /> <b>1</b> [[befall]] εἰ δέ [[τις]] ἀνθρώποισι [[θεόσδοτος]] ἀτληκηκότας προστᾰχῃ ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν (ἀτλάτα κακότας coni. Boeckh) fr. 42. 6. | |sltr=[[προστυγχάνω]] <br /> <b>1</b> [[befall]] εἰ δέ [[τις]] ἀνθρώποισι [[θεόσδοτος]] ἀτληκηκότας προστᾰχῃ ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν (ἀτλάτα κακότας coni. Boeckh) fr. 42. 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[τυγχάνω]]<br />(η μτχ. αορ. <i>β</i>' ως ουσ.) <i>προστυχών</i>, -<i>ούσα</i>, -<i>όν</i> και <i>προστυχών</i>, -<i>οῡσα</i>, -<i>όν</i><br />ο [[πρώτος]] [[άνθρωπος]] τον οποίο συναντά [[κανείς]], ο [[πρώτος]] [[τυχαίος]] (α. «το [[ρεύμα]] παρέσυρε [[καθετί]] το προστυχόν» β. «ὁ προστυχῶν [[Φρύξ]]», Ηρώνδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναντώ]] κάποιον τυχαία, [[πέφτω]] [[πάνω]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> (με δοτ.) [[συναντώ]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[λαμβάνω]] [[μερίδιο]] από [[κάτι]], [[επιτυγχάνω]] [[κάτι]] («ἐμοῡ κολαστοῡ προστυχών», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>προστυγχάνων</i>, -<i>ουσα</i>, -<i>ον</i><br />ο προστυχών<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. του αορ. β' ως ουσ.) <i>τὸ προστυχόν</i><br />το τυχαίο<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ προστυχόντα [[ξένια]]» — τα παρατιθέμενα σε φιλοξενούμενο εδέσματα<br />β) «τὸ προστυχὸν [[ἑκάστοτε]]» — αυτό που εμφανίζεται, που προκύπτει τυχαία<br />γ) «ἐκ τοῡ προστυχόντος» — τυχαία, [[κατά]] [[σύμπτωση]]<br />δ) «κατὰ τὸ προστυχόν» — [[πρόχειρα]]. | |||
}} | }} |