3,274,498
edits
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />propre au commandement, impératif;<br /><i>t. de gramm.</i> τὸ προστακτικόν <i>ou</i> ἡ προστακτική ([[ἔγκλισις]]) l’impératif.<br />'''Étymologie:''' [[προστάσσω]]. | |btext=ή, όν :<br />propre au commandement, impératif;<br /><i>t. de gramm.</i> τὸ προστακτικόν <i>ou</i> ἡ προστακτική ([[ἔγκλισις]]) l’impératif.<br />'''Étymologie:''' [[προστάσσω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[προστακτικός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[προσταχτικός]], -ή, -ό, Ν [[προστακτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προσταγή]] ή αυτός που εκφράζει [[προσταγή]], [[επιτακτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η προστακτική</i><br />(ενν. [[έγκλιση]]) <b>γραμμ.</b> μία από τις [[τέσσερεις]] εγκλίσεις τών ρημάτων με την οποία δηλώνεται [[προσταγή]], [[παραίνεση]] ή [[παράκληση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[προστακτικός]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) ο [[άρχοντας]], το [[πρόσωπο]] που προστάζει τους άλλους<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Προστακτικός</i><br />(ενν. [[λόγος]]) [[τίτλος]] έργου του Πρωταγόρου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προστακτικόν</i><br />α) η [[ψυχή]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[σώμα]], που καλείται <i>υπηρετικόν</i><br />β) λεκτική [[διατύπωση]] σε προστακτική<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προστακτικὴ [[ἐκφορά]]» και «προστακτικὸν [[σχῆμα]]»<br /><b>γραμμ.</b> η [[διατύπωση]] του λόγου στην προστακτική [[έγκλιση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προστακτικώς</i> / [[προστακτικῶς]] ΝΜΑ, και προστακτικά Ν<br />με προστακτικό τρόπο, επιτακτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> στην προστακτική [[έγκλιση]] («ὅ ἡμεῑς [[ῥῆμα]] [[προστακτικῶς]] σχηματίζοντες ἐκφέρομεν κάλει», Διον. Αλ.). | |||
}} | }} |