Anonymous

πρόφορος: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se porte en avant, qui s’avance;<br /><b>2</b> qui précède.<br />'''Étymologie:''' [[προφέρω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se porte en avant, qui s’avance;<br /><b>2</b> qui précède.<br />'''Étymologie:''' [[προφέρω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[προφέρω]]<br /><b>1.</b> αυτός που τοποθετείται [[μπροστά]] από κάποιον<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πρόφορος]]<br />το [[υγρό]] [[ανάμεσα]] στο [[έμβρυο]] και στους υμένες που το περιβάλλουν, τα «νερά» της επιτόκου.
}}
}}