Anonymous

προφύλαγμα: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_21)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προφύλαγμα''': τό, = τῷ ἑπομ., Ἡσύχ. ἐν λ. [[φρούριον]].
|lstext='''προφύλαγμα''': τό, = τῷ ἑπομ., Ἡσύχ. ἐν λ. [[φρούριον]].
}}
{{grml
|mltxt=-άγματος, το, Μ [[προφυλάσσω]]<br />[[προφυλακή]], [[φρούριο]].
}}
}}