3,274,919
edits
(6_21) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προωνύμιον''': τό, ([[ὄνομα]]) τὸ τῶν Ρωμαίων praenomen, δηλ. τὸ πρῶτον (τὸ κύριον) [[ὄνομα]], [[ὅπερ]] παρὰ Ρωμαίοις δὲν ἐγράφετο ὁλόκληρον, ὡς π.χ. Gn. Pompeio Γναίῳ Πομπηίῳ, Γλωσσ. | |lstext='''προωνύμιον''': τό, ([[ὄνομα]]) τὸ τῶν Ρωμαίων praenomen, δηλ. τὸ πρῶτον (τὸ κύριον) [[ὄνομα]], [[ὅπερ]] παρὰ Ρωμαίοις δὲν ἐγράφετο ὁλόκληρον, ὡς π.χ. Gn. Pompeio Γναίῳ Πομπηίῳ, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br />(στους Ρωμαίους) το πρώτο, δηλ. το κύριο όνομα, το οποίο δεν γραφόταν [[ολόκληρο]], όπως λ.χ. Γν. [[αῑος]] <i>Πομπήιος</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνύμιον</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ώνυμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>πρβλ.</b> <i>παρ</i>-<i>ωνύμιον</i>. Το -<i>ω</i>- του τύπου οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως. Η λ. αποτελεί [[απόδοση]] του λατ. <i>praenomen</i>]. | |||
}} | }} |