Anonymous

πρώϊος: Difference between revisions

From LSJ
1,198 bytes added ,  29 September 2017
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> du matin, de bon matin, matinal ; <i>adv.</i> • πρώϊον IL le matin, de bonne heure;<br /><b>2</b> de bonne heure <i>en gén. ; en parl. de fruits</i> précoce.<br />'''Étymologie:''' [[πρωΐ]].
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> du matin, de bon matin, matinal ; <i>adv.</i> • πρώϊον IL le matin, de bonne heure;<br /><b>2</b> de bonne heure <i>en gén. ; en parl. de fruits</i> précoce.<br />'''Étymologie:''' [[πρωΐ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ΐα, -ον, και αττ. τ. [[πρῷος]], -α, -ον, Α [[πρωΐ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πρωί]] ή αυτός που γίνεται [[κατά]] το [[πρωί]], ο [[πρωινός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] την [[αρχή]] μιας [[χρονικής]] περιόδου, αυτός που γίνεται πολύ [[νωρίς]], ο [[πρώιμος]] (α. «[ὁ στρατὸς] [[πρώϊος]] συνελέγετο ἐς Σάμον», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τὸν πρῷον σῑτον», πάπ.)<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που παράγει πρώιμους καρπούς («τόπον τινὰ πρώϊον καὶ εὔφορον», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[πρωΐα]]<br /><b>βλ.</b> [[πρωία]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>πρώϊον</i><br />[[κατά]] το [[πρωί]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[δείλη]] [[πρωΐα]]» — το [[χρονικό]] [[διάστημα]] από 1 μ.μ. έως 3 μ.μ. [[περίπου]].
}}
}}