Anonymous

πρωϊζός: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[πρώϊζος]].
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[πρώϊζος]].
}}
{{grml
|mltxt=-όν, ΜΑ, και αττ. τ. πρῳζός, -όν, Α<br />[[προχθεσινός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>πρωϊζά</i><br />α) [[προχθές]]<br />β) πολύ [[νωρίς]] («οὕτω δὴ πρωϊζά<br />κατέδραθες», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>πρωϊζά</i> με τη σημ. «[[προχθές]]» απαντά ήδη στον Όμηρο και [[είναι]] σχηματισμένος από το επίρρ. [[πρώην]] [[κατά]] το [[χθιζά]] (<span style="color: red;"><</span> [[χθές]]), ενώ ο [[ίδιος]] τ. με τη σημ. «πολύ [[νωρίς]]» [[είναι]] μτγν. και [[πρέπει]] να συνδεθεί με το επίρρ. [[πρωΐ]]].
}}
}}