Anonymous

προώλης: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />entièrement perdu, anéanti.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὄλλυμι]].
|btext=ης, ες :<br />entièrement perdu, anéanti.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὄλλυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[προώλης]], -ῶλες, ΝΑ, και [[λεσβιακός]] τ. πρωώλης, -ῶλες, Α<br /><b>φρ.</b> «[[εξώλης]] και [[προώλης]]» — [[ολωσδιόλου]] διεφθαρμένος στην [[ψυχή]] και στο [[σώμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τελείως]] κατεστραμμένος, αφανισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώλης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄλλυμι]] «[[καταστρέφω]]»), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>εξ</i>-<i>ώλης</i>, <i>παν</i>-<i>ώλης</i>)].
}}
}}