3,243,582
edits
(6_3) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρύλῐς''': [ῠ], εως, ἡ, [[ὄρχησις]] ἐν ὅπλοις, [[ἐνόπλιος]] [[ὄρχησις]], Καλλ. εἰς Δία 52, εἰς Ἄρτ. 240· παρὰ τοῖς Κρησὶ συνώνυμον τῷ [[πυρρίχη]] κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Ἀποσπ. 476. (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε Heins. Sil. Ital 3. 347). | |lstext='''πρύλῐς''': [ῠ], εως, ἡ, [[ὄρχησις]] ἐν ὅπλοις, [[ἐνόπλιος]] [[ὄρχησις]], Καλλ. εἰς Δία 52, εἰς Ἄρτ. 240· παρὰ τοῖς Κρησὶ συνώνυμον τῷ [[πυρρίχη]] κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Ἀποσπ. 476. (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε Heins. Sil. Ital 3. 347). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εως, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] πολεμικού χορού τον οποίο χόρευαν ένοπλοι<br /><b>2.</b> (στην [[Κρήτη]]) ο [[χορός]] [[πυρρίχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[πρυλέες]] και, κατνώςά μία [[άποψη]], έχει προέλθει υστερογε από έναν τ. <i>πρυλίων</i> της γεν. πληθ. της λ. [[πρυλέες]]. | |||
}} | }} |