Anonymous

πρωτόγαμος: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_18)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρωτόγᾰμος''': -ον, ὁ κατὰ πρῶτον εἰς γάμον ἐρχόμενος, Ὀρφ. Λιθ. 553.
|lstext='''πρωτόγᾰμος''': -ον, ὁ κατὰ πρῶτον εἰς γάμον ἐρχόμενος, Ὀρφ. Λιθ. 553.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πρωτόγαμος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που [[μόλις]] [[πριν]] από λίγο παντρεύτηκε, ο [[νεόνυμφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παντρεύεται για πρώτη [[φορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γαμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γάμος]]), <b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>γαμος</i>, <i>πικρό</i>-<i>γαμος</i>].
}}
}}