Anonymous

πτερνοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_3)
 
(35)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτερνοφύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ τηρῶν, παραφυλάττων τὴν πτέρναν, ποιὰ [[θανατηφόρος]] [[ἔχιδνα]] ἢ [[πτερνοφύλαξ]] [[ἔχιδνα]], Νικήτ. Χωνιάν. Ἱστ. 193D.
|lstext='''πτερνοφύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ τηρῶν, παραφυλάττων τὴν πτέρναν, ποιὰ [[θανατηφόρος]] [[ἔχιδνα]] ἢ [[πτερνοφύλαξ]] [[ἔχιδνα]], Νικήτ. Χωνιάν. Ἱστ. 193D.
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Μ<br />αυτός που παραφυλάει τη [[φτέρνα]] κάποιου για να την τσιμπήσει («[[ποιά]] τις [[θανατηφόρος]] [[ἔχιδνα]] ἤ [[πτερνοφύλαξ]] [[ἔχιδνα]]», Νικ. Χων.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτέρνη]] / [[πτέρνα]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
}}