Anonymous

πτερόφοιτος: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_17)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτερόφοιτος''': -ον, ὁ διὰ τῶν πτερύγων πλανώμενος, ἴδε [[πτεροφύτωρ]].
|lstext='''πτερόφοιτος''': -ον, ὁ διὰ τῶν πτερύγων πλανώμενος, ἴδε [[πτεροφύτωρ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>πιθ.</b> αυτός που πορεύεται, που προχωρεί με τη [[βοήθεια]] φτερώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i> «[[μεταβαίνω]], [[πηγαίνω]]»)].
}}
}}