Anonymous

πρωτόκουρος: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_15)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρωτόκουρος''': -ον, ([[κείρω]]) ὁ πρῶτος καρείς, θερισθείς, ἐπὶ τοῦ τριφυλλίου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 8, 2.
|lstext='''πρωτόκουρος''': -ον, ([[κείρω]]) ὁ πρῶτος καρείς, θερισθείς, ἐπὶ τοῦ τριφυλλίου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 8, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για το [[τριφύλλι]]) αυτός που κόπηκε για πρώτη [[φορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κουρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>ψιλό</i>-<i>κουρος</i>].
}}
}}