Anonymous

πτωχίζω: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_13a)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτωχίζω''': μέλλ. -ίσω, ποιῶ πτωχόν, [[κύριος]] πτωχίζει καὶ πλουτίζει, ταπεινοῖ καὶ ἀνυψοῖ Ἑβδ. (Α´ Βασιλ. Β´ 7).
|lstext='''πτωχίζω''': μέλλ. -ίσω, ποιῶ πτωχόν, [[κύριος]] πτωχίζει καὶ πλουτίζει, ταπεινοῖ καὶ ἀνυψοῖ Ἑβδ. (Α´ Βασιλ. Β´ 7).
}}
{{grml
|mltxt=Α [[πτωχός]]<br />[[καθιστώ]] φτωχό, [[φτωχαίνω]] κάποιον.
}}
}}