Anonymous

πτερυγωτός: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />muni d’ailes, ailé.<br />'''Étymologie:''' [[πτερυγόω]].
|btext=ή, όν :<br />muni d’ailes, ailé.<br />'''Étymologie:''' [[πτερυγόω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πτερυγωτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πτέρυγες ή πτερύγια (α. «δίπουν καὶ πτερυγωτόν», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «χρησμὸς [[πτερυγωτός]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πτερυγωτός]]<br /><b>(παλαιοντ.)</b><br />απολιθωμένο [[γένος]] αρθροπόδων που ανήκει στην [[τάξη]] ευρυπτερίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτέρυξ]], -<i>υγος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>πρβλ.</b> <i>οδοντ</i>-[[ωτός]], <i>πτερ</i>-[[ωτός]]). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pterygotus</i>].
}}
}}