3,271,435
edits
(6_10) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πτωτικός''': -ή, -όν, ([[πτῶσις]]) ὁ ἀνήκων εἰς πτῶσιν, [[κλιτός]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 84, Διογ. Δ. 7. 58· πτ. [[σχῆμα]], [[ὅταν]] πτώσεις τοῦ [[αὐτοῦ]] ὀνόματος ἀκολουθῶσιν ἀλλήλαις, ὡς π.χ. «μή με Δημοσθένει παραδῷτε, μή με διὰ Δημοσθένη ἀνέλητε» Ρήτορες (Walz) 5. 451. | |lstext='''πτωτικός''': -ή, -όν, ([[πτῶσις]]) ὁ ἀνήκων εἰς πτῶσιν, [[κλιτός]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 84, Διογ. Δ. 7. 58· πτ. [[σχῆμα]], [[ὅταν]] πτώσεις τοῦ [[αὐτοῦ]] ὀνόματος ἀκολουθῶσιν ἀλλήλαις, ὡς π.χ. «μή με Δημοσθένει παραδῷτε, μή με διὰ Δημοσθένη ἀνέλητε» Ρήτορες (Walz) 5. 451. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[πτωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πτωτός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πτώση]] ή στις πτώσεις τών κλινομένων ονομάτων (α. «[[πτωτικός]] [[τύπος]]» β. «ὄνομά ἐστι [[μέρος]] λόγου πτωτικόν», Δίον. Θρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει την [[τάση]] να πέφτει ή να πέσει («το [[δολάριο]] συνέχισε την πτωτική του [[πορεία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πτωτικὸν</i><br />ειδική [[περίπτωση]] ενός προβλήματος<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πτωτικά</i><br />τα [[τέσσερα]] ονοματικά μέρη του λόγου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πτωτικὸν [[σχῆμα]]»<br /><b>(ρητ.)</b> [[σχήμα]] [[κατά]] το οποίο δύο ή και περισσότερες πτώσεις του ίδιου ονόματος ακολουθούν η μία [[μετά]] την [[άλλη]]. | |||
}} | }} |