Anonymous

πτισάνη: Difference between revisions

From LSJ
1,278 bytes added ,  29 September 2017
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> orge mondé;<br /><b>2</b> tisane d’orge mondé.<br />'''Étymologie:''' [[πτίσσω]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> orge mondé;<br /><b>2</b> tisane d’orge mondé.<br />'''Étymologie:''' [[πτίσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φαρμ.)</b> [[υγρό]] φαρμακοτεχνικό [[σκεύασμα]] το οποίο περιέχει ασθενή [[αναλογία]] φυτικών προϊόντων με λίγες δραστικές ουσίες και χρησιμοποιείται ως [[έκδοχο]] διαφόρων φαρμάκων ή ως [[πόμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφέψημα]] από χόνδρους ξεφλουδισμένου κριθαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[πτισάνη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πτισσάνη</i>, με [[απλοποίηση]] τών -<i>σσ</i>-) <span style="color: red;"><</span> [[πτίσσω]] «[[ξεφλουδίζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ανη</i> / -<i>ανον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λάχπτισάνη</i> -<i>ανο</i>-<i>ν</i>, <i>πλάτ</i>-<i>ανο</i>-<i>ς</i>, <i>πήγ</i>-<i>ανο</i>-<i>ν</i>). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>tisana</i> / <i>ptisana</i> και στη [[συνέχεια]] οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ. -γαλλ. <i>tisane</i>)].
}}
}}