Anonymous

προσπλωτός: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />accessible aux navires.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[προσπλώω]].
|btext=ή, όν :<br />accessible aux navires.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[προσπλώω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[προσπλώω]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να πλεύσει από τη [[θάλασσα]], [[πλωτός]], [[πλόιμος]] («ποταμοὶ ὅσοι... προσπλωτοὶ ἀπὸ θαλάσσης», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}