Anonymous

πυκνόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_18)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυκνόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων πυκνούς, πολλοὺς ὀφθαλμούς, Ἄργου τὰς πυκνοφθάλμους κόρας Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 16· - ἐπὶ φυτῶν, ὁ ἔχων πυκνοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ βλαστήματα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 4, 1.
|lstext='''πυκνόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων πυκνούς, πολλοὺς ὀφθαλμούς, Ἄργου τὰς πυκνοφθάλμους κόρας Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 16· - ἐπὶ φυτῶν, ὁ ἔχων πυκνοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ βλαστήματα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 4, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] μάτια («Ἄργον τὰς πυκνοφθάλμους κόρας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που έχει [[πολλά]] μπουμπούκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυκνός]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>μον</i>-<i>όφθαλμος</i>)].
}}
}}