Anonymous

πτύγμα: Difference between revisions

From LSJ
35
(Autenrieth)
(35)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[πτύσσω]]): [[fold]], Il. 5.315†.
|auten=([[πτύσσω]]): [[fold]], Il. 5.315†.
}}
{{grml
|mltxt=-ατος, τὸ, Α [[πτύσσω]]<br /><b>1.</b> ο [[σχηματισμός]] πτυχής, το να διπλώνεται [[κάτι]] («[[πρόσθε]] δὲ οἱ πέπλοιοι φαεινοῡ πτῡγμα κάλυψεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πτυχή]], [[ρυτίδα]] του δέρματος<br /><b>3.</b> [[τεμάχιο]] λινού υφάσματος για [[έμφραξη]] πληγής, [[γάζα]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] επιδέσμου.
}}
}}