Anonymous

πυκνόπορος: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_18)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυκνόπορος''': -ον, ὁ ἔχων πυκνοὺς ἢ στενοὺς τοὺς πόρους, [[πυκνόπορος]] [[σίδηρος]] Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 76.
|lstext='''πυκνόπορος''': -ον, ὁ ἔχων πυκνοὺς ἢ στενοὺς τοὺς πόρους, [[πυκνόπορος]] [[σίδηρος]] Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 76.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει πυκνούς πόρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυκνός]] <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]] (<b>πρβλ.</b> [[εύπορος]])].
}}
}}