Anonymous

πτωχόκομπος: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_17)
 
(35)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτωχόκομπος''': -ον, κομπάζων ἢ καυχώμενος ἐπὶ τῇ ἐπαιτείᾳ, Βυζ.
|lstext='''πτωχόκομπος''': -ον, κομπάζων ἢ καυχώμενος ἐπὶ τῇ ἐπαιτείᾳ, Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[πτωχαλαζόνας]], [[ψωροπερήφανος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτωχός]] <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] (Ι) «[[κομπασμός]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ματαιό</i>-<i>κομπος</i>)].
}}
}}