3,270,558
edits
(6_19) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῡραύστης''': -ου, ὁ, (αὔω) ὁ [[ἠπίολος]], «πεταλοῦδα» περὶ τὸν [[λύχνον]] πετομένη καὶ καιομένη, «πτηνόν ἐστι ζωΰφιον, ὃ προσιπτάμενον τοῖς λύχνοις, καὶ δοκοῦν ἅπτεσθαι τοῦ [[πυρός]], κατακαίεται· μέμνηται καὶ [[αὐτοῦ]] Αἰσχύλος (Ἀποσπ. 303) εἰπὼν δέδοικα [[μῶρον]] [[κάρτα]] πυραύστου [[μόρον]], εἴρηται δὲ ἡ [[παροιμία]] ἐπὶ τῶν ἑαυτοῖς προξενούντων ἀπώλειαν» Ζηνόβ. 5, 79, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 27, 2, Αἰλ. π. Ζ. 12. 8. [Τὴν λέξιν νομίζουσιν ὕποπτον ὡς ἐκ τῆς μακρότητος τοῦ ῡ· ἴδε ἐν λ. πῦρ]. | |lstext='''πῡραύστης''': -ου, ὁ, (αὔω) ὁ [[ἠπίολος]], «πεταλοῦδα» περὶ τὸν [[λύχνον]] πετομένη καὶ καιομένη, «πτηνόν ἐστι ζωΰφιον, ὃ προσιπτάμενον τοῖς λύχνοις, καὶ δοκοῦν ἅπτεσθαι τοῦ [[πυρός]], κατακαίεται· μέμνηται καὶ [[αὐτοῦ]] Αἰσχύλος (Ἀποσπ. 303) εἰπὼν δέδοικα [[μῶρον]] [[κάρτα]] πυραύστου [[μόρον]], εἴρηται δὲ ἡ [[παροιμία]] ἐπὶ τῶν ἑαυτοῖς προξενούντων ἀπώλειαν» Ζηνόβ. 5, 79, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 27, 2, Αἰλ. π. Ζ. 12. 8. [Τὴν λέξιν νομίζουσιν ὕποπτον ὡς ἐκ τῆς μακρότητος τοῦ ῡ· ἴδε ἐν λ. πῦρ]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[έντομο]] που [[πετά]] [[γύρω]] από το [[λυχνάρι]] και τελικά καίγεται, [[πιθανώς]] η [[πεταλούδα]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[δέδοικα]] [[μῶρον]] [[κάρτα]] πυραύστου [[μόρον]]» — λεγόταν για όσους προξενούν [[ζημιά]] ή [[βλάβη]] στους εαυτούς τους (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αύστης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αὔω</i> «[[ανάβω]] [[φωτιά]]»)]. | |||
}} | }} |