Anonymous

πτωτός: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
(35)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ptotos
|Transliteration C=ptotos
|Beta Code=ptwto/s
|Beta Code=ptwto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">apt to fall, fallen</b>, Hdn.Gr.<span class="bibl">2.943</span>, Hsch.</span>
|Definition=πτωτή, πτωτόν, [[apt to fall]], [[fallen]], Hdn.Gr.2.943, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που μπορεί να πέσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πτω</i>- του [[πίπτω]] (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] της δισύλλαβης ρίζας <i>πετᾱ</i>-, <b>βλ. λ.</b> [[πίπτω]], [[πέτομαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> τών ρημ. επιθ. (<b>πρβλ.</b> <i>τρω</i>-<i>τός</i>)].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που μπορεί να πέσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πτω</i>- του [[πίπτω]] (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] της δισύλλαβης ρίζας <i>πετᾱ</i>-, <b>βλ. λ.</b> [[πίπτω]], [[πέτομαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i> τών ρημ. επιθ. ([[πρβλ]]. [[τρωτός]])].
}}
}}