Anonymous

πωγωνίας: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />barbu : [[πωγωνίας]] [[ἀστήρ]], comète barbue <i>ou</i> chevelue.<br />'''Étymologie:''' [[πώγων]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />barbu : [[πωγωνίας]] [[ἀστήρ]], comète barbue <i>ou</i> chevelue.<br />'''Étymologie:''' [[πώγων]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[γενειοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> α) [[είδος]] πιθήκων οι οποίοι χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη μακριάς λευκής γενειάδας και ζουν στο Κονγκό και στην νήσο Φερνάντο Πόο<br />β) [[γένος]] οστεοϊχθύων της οικογένειας συανίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> [[κομήτης]] με πώγωνα, [[δηλαδή]] με ανώμαλη [[ουρά]] που έχει [[κατεύθυνση]] [[προς]] τον Ήλιο<br /><b>2.</b> (για πετεινό) αυτός που φέρει σαρκώδη εκφύματα [[κάτω]] από το [[σαγόνι]] («ἀλεκτρυόνες πωγωνίαι», Πτολ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πώγων]] «[[πιγούνι]], [[γένι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γαλαξ</i>-<i>ίας</i>). Η λ., ως όρος της ζωολογίας στη Νέα Ελληνική, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pogonias</i>].
}}
}}