Anonymous

πυστός: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_11)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ [[πυνθάνομαι]], ἐξακουστός, [[ἐξάγγελτος]], [[ἔκδηλος]], «ἐκ τοῦ πεύθω, ὃ σημαίνει τὸ [[ἀκούω]] γίνεται πυστὰ καὶ ἔκπυστα, σημαίνει δὲ τὰ ἑξακουστα καὶ ἐξάγγελτα καὶ ἔκδηλα» Ἐτυμ. Μέγ. 323, 48, Εὐστ. 1684. 37.
|lstext='''πυστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ [[πυνθάνομαι]], ἐξακουστός, [[ἐξάγγελτος]], [[ἔκδηλος]], «ἐκ τοῦ πεύθω, ὃ σημαίνει τὸ [[ἀκούω]] γίνεται πυστὰ καὶ ἔκπυστα, σημαίνει δὲ τὰ ἑξακουστα καὶ ἐξάγγελτα καὶ ἔκδηλα» Ἐτυμ. Μέγ. 323, 48, Εὐστ. 1684. 37.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[γνωστός]], [[ξακουστός]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «ἐκ τοῡ [[πεύθω]], ὅ σημαίνει τὸ [[ἀκούω]], γίνεται πυστὰ καὶ ἔκπυστα, σημαίνει δὲ τὰ ἐξάκουστα καὶ ἐξάγγελτα καὶ ἔκδηλα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο τ. <i>πυθ</i>-<i>τος</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πυθ</i>- του <i>πυ</i>-<i>ν</i>-<i>θάνομαι</i> (<b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἐπυθ</i>-<i>όμην</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός τών</i> ρηματ. επιθέτων, με συριστικοποίηση του -<i>θ</i>- [[πριν]] από το -<i>τ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πιστός]])].
}}
}}