Anonymous

ῥαβδωτός: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />rayé, cannelé, strié.<br />'''Étymologie:''' [[ῥάβδος]].
|btext=ή, όν :<br />rayé, cannelé, strié.<br />'''Étymologie:''' [[ῥάβδος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥαβδωτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥαβδοῡμαι</i> / [[ραβδώνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μακρές και παράλληλες γραμμές ή σειρές στην επιφάνειά του, [[γραμμωτός]] («ραβδωτοί μύες»)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για κίονες) αυτός που σχηματίζει αύλακες, [[αυλακωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ραβδωτό [[σώμα]]»<br /><b>ανατ.</b> [[τμήμα]] του εξωπυραμιδικού συστήματος του εγκεφάλου, αποτελούμενο από την κερκοφόρο και τον φακοειδή [[πυρήνα]] και εντοπιζόμενο στη [[βάση]] τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων<br /><b>αρχ.</b><br />κατασκευασμένος ή πλεγμένος από ράβδους («[[ῥαβδωτός]]... θύρας ἐπ' ἄκρας αὐτὰς ἐπιστήσαντες», <b>Διοσκ.</b>).
}}
}}