Anonymous

πυρσόκορσος: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_16)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυρσόκορσος''': -ον, = τῷ προηγ., π. [[λέων]], ξανθοχαίτης, ἔχων χαίτην ξανθήν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 111. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πυρσοκόρσου λέοντος· πυρροκεφάλου, ξανθοτρίχου».
|lstext='''πυρσόκορσος''': -ον, = τῷ προηγ., π. [[λέων]], ξανθοχαίτης, ἔχων χαίτην ξανθήν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 111. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πυρσοκόρσου λέοντος· πυρροκεφάλου, ξανθοτρίχου».
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> ο [[πυρσόκομος]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πυρσοκόρσου λέοντος<br />πυρροκεφάλου, ξανθοτρίχου».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρσός]] (ΙΙ), δωρ. τ. του [[πυρρός]] «[[ερυθρός]], [[κοκκινωπός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κορσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόρση]] «[[κόμη]] τών κροτάφων»), <b>πρβλ.</b> <i>δοχμό</i>-<i>κορσος</i>].
}}
}}