3,274,917
edits
(6_18) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥαβδοφόρος''': -ον, ὁ φέρων [[ῥαβδίον]] ἢ βακτηρίαν, ἴδε [[ῥαβδηφόρος]]. 2) = [[ῥαβδοῦχος]] 2, ἐν Ἀθήναις, [[εἶδος]] ἀστυνομικοῦ ὑπαλλήλου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 734· ἐν Ρώμῃ = lictor, Πολύβ. 10. 32, 2. 3) ὡς ὅρος ἀστρολογικὸς λέγεται ἐπὶ τῶν πλανητῶν, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 262, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 31. | |lstext='''ῥαβδοφόρος''': -ον, ὁ φέρων [[ῥαβδίον]] ἢ βακτηρίαν, ἴδε [[ῥαβδηφόρος]]. 2) = [[ῥαβδοῦχος]] 2, ἐν Ἀθήναις, [[εἶδος]] ἀστυνομικοῦ ὑπαλλήλου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 734· ἐν Ρώμῃ = lictor, Πολύβ. 10. 32, 2. 3) ὡς ὅρος ἀστρολογικὸς λέγεται ἐπὶ τῶν πλανητῶν, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 262, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 31. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[ῥαβδοφόρος]], -ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. [[ῥαβδηφόρος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει ράβδο<br /><b>2.</b> (στην αρχ. Αθήνα, στη [[Ρώμη]] και την Αίγυπτο) (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ραβδοφόροι</i><br />οι ραβδούχοι («[[ἦσαν]] ἐπὶ τῆς θυμέλης ῥαβδοφόροι τινές πρὸς εὐταξίαν τῶν θεατῶν», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] στον τ. [[ῥαβδηφόρος]]) αυτός που κρατά τον θύρσο, [[δηλαδή]] [[ραβδί]] περιτυλιγμένο με φύλλα κισσού ή αμπελιού που είχε στην [[κορυφή]] του [[κουκουνάρι]] από [[πεύκο]] και το οποίο ως διονυσιακό [[έμβλημα]] κρατούσαν στις πανηγυρικές πομπές οι λάτρεις του Βάκχου<br /><b>2.</b> <b>αστρολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών πλανητών («τὰ μέν... ζῴδια θεοὺς βαλαίους προσηγόρευσαν, τοὺς δὲ πλανήτας ῥαβδοφόρους», Σχόλ. Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάβδος]]<b>βλ. λ.</b> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |||
}} | }} |