3,276,932
edits
(6_4) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥαιστήριος''': -α, -ον, ὁ κατασυντρίβων, συνθλῶν· τὰ ῥαιστήρια, τὰ σφυρία, Ὀππ. Ἁλ. 5. 153, [[ῥαιστήριος]] [[ἱδρώς]], ὁ τοῦ σφυρηλατοῦντος, [[αὐτόθι]] 2. 28. ΙΙ. [[καθόλου]], [[φθαρτικός]], ἀφανιστικός, καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]], ῥ. φάρμακα, ἀντίθετον τῷ ἐσθλά, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 803· [[μετὰ]] γεν., ῥ. θυμοῦ [[αὐτόθι]] 790· [[νηῶν]] Δ. 921. | |lstext='''ῥαιστήριος''': -α, -ον, ὁ κατασυντρίβων, συνθλῶν· τὰ ῥαιστήρια, τὰ σφυρία, Ὀππ. Ἁλ. 5. 153, [[ῥαιστήριος]] [[ἱδρώς]], ὁ τοῦ σφυρηλατοῦντος, [[αὐτόθι]] 2. 28. ΙΙ. [[καθόλου]], [[φθαρτικός]], ἀφανιστικός, καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]], ῥ. φάρμακα, ἀντίθετον τῷ ἐσθλά, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 803· [[μετὰ]] γεν., ῥ. θυμοῦ [[αὐτόθι]] 790· [[νηῶν]] Δ. 921. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ον, Α [[ῥαιστήρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνθλίβει, που συντρίβει ή αυτός που σφυρηλατεί<br /><b>2.</b> αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει, [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]] («ῥαιστήρια φάρμακα», Απολλ. Ρόδ.). | |||
}} | }} |