Anonymous

ῥικνός: Difference between revisions

From LSJ
1,868 bytes added ,  29 September 2017
36
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> contracté, resserré par le froid;<br /><b>2</b> contracté, resserré par l’âge, les infirmités;<br /><b>3</b> contracté, resserré, déformé <i>en gén. en parl. des membres, particul. des pieds ou des genoux</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῖγος]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> contracté, resserré par le froid;<br /><b>2</b> contracté, resserré par l’âge, les infirmités;<br /><b>3</b> contracté, resserré, déformé <i>en gén. en parl. des membres, particul. des pieds ou des genoux</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῖγος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥικνός]], -ή, όν, ΝΜΑ, και ῥιχνός, και ποιητ. τ. ῥικνύς, -εῑα, -ύ Α<br />ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, [[γεμάτος]] ζάρες, σταφιδιασμένος, σουφρωμένος, σκεβρωμένος (α. «ῥικνοί<br />ἰσχνοί σαρξίν, ἐπικεκαμμένοι, σκαμβοί, σκολιοί», <b>Ησύχ.</b><br />β. «ῥικνὰ ἅψεα», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />μουδιασμένος, μαζεμένος από το [[κρύο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ῥικνῶς</i><br />Α<br /><b>φρ.</b> «ῥικνῶς ἔχω» — [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[ρυτίδες]] από τα [[γεράματα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα επίθ. [[ῥικνός]] και [[ῥοικός]] αποτελούν λ. του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας Ελληνικής, οι οποίες αναφέρονται σε σωματικές αναπηρίες και ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>wr</i>-<i>ei</i>- «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ῥαιβός]]) με ουρανικό [[ένθημα]] -<i>κ</i>-. Ο τ. [[ῥικνός]] εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας και [[επίθημα]] -<i>νός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τραγα</i>-<i>νός</i>), ενώ ο τ. [[ῥοικός]] ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] και μπορεί να συνδεθεί με τ. όπως: λιθουαν. <i>r</i><i>ā</i><i>išas</i> «[[κουτσός]], [[παράλυτος]]», μέσ. αγγλ. <i>wr</i><i>ā</i><i>h</i> «[[τρελός]], [[πεισματάρης]]»].
}}
}}