3,274,913
edits
(SL_2) |
(36) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ῥόθος]] <br /> <b>1</b> [[shout]] πολὺν ῥθ[ο]ν ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων] Ἐλείθυιά τε καὶ [[Λάχεσις]] (Pae. 12.16) | |sltr=[[ῥόθος]] <br /> <b>1</b> [[shout]] πολὺν ῥθ[ο]ν ἵεσαν ἀπὸ στομ[άτων] Ἐλείθυιά τε καὶ [[Λάχεσις]] (Pae. 12.16) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[θόρυβος]], [[ιδίως]] ο [[ήχος]] του κουπιού που χτυπάει τη [[θάλασσα]] («[[τέλος]] δ' ἐφορμηθέντες ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[θόρυβος]] τών κυμάτων («ῥόθον<br />τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>3.</b> συγκεχυμένος [[άναρθρος]] [[ήχος]] («Περσίδος γλώσσης [[ῥόθος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> γρήγορη, ορμητική [[κίνηση]] (α. «ῥόθῳ ὁρμῇ [[μετὰ]] ψόφου», <b>Ησύχ.</b><br />β. «πτερύγων [[ῥόθος]]», Οππ.)<br /><b>5.</b> [[θόρυβος]], [[φασαρία]] («τῆς δὲ Δίκης [[ῥόθος]] ἑλκομένης ᾗ κ' ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[μονοπάτι]] σε ορεινή [[περιοχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθανή [[είναι]] η [[σύνδεση]] της λ. με την [[οικογένεια]] του <i>ῥέω</i> και η [[αναγωγή]] της σε [[ρίζα]] <i>sr</i>-<i>edh</i>- «[[βομβώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[ῥώθων]]). Καμιά, εξάλλου, [[σύνδεση]] της λ. με τ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών δεν ικανοποιεί [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Αρχική σημ. του τ. [[πρέπει]] να θεωρηθεί η σχετική με τη [[θάλασσα]], δηλ. ο [[θόρυβος]] τών κουπιών και ο [[θόρυβος]] τών κυμάτων, από όπου, κατ' [[επέκταση]], ο συγκεχυμένος [[άναρθρος]] [[ήχος]], [[θόρυβος]], [[φασαρία]]]. | |||
}} | }} |