3,274,919
edits
(36) |
(36) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ῥοφῶ, -άω και -έω, ΝΜΑ, και ρουφῶ Ν και ῥοφῶ και [[ῥοφάνω]] και [[ῥυφάνω]] και [[ῥυμφάνω]] και ιων. τ. ῥυφῶ, -έω, Α<br /><b>1.</b> [[καταπίνω]] [[υγρό]] με [[βαθιά]] [[εισπνοή]], με θορυβώδη τρόπο, με [[λαιμαργία]] (α. «μη ρουφάς [[έτσι]] τον [[καφέ]]» β. «τὴν φακῆν ῥοφήσομαι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αδειάζω]] [[πιάτο]], [[ποτήρι]] ή [[άλλο]] [[σκεύος]] από το περιεχόμενό του πίνοντάς το (α. «ρούφηξέ το όλο, μην αφήσεις [[τίποτα]]» β. «ῥοφήσει [[τρύβλιον]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απορροφώ]] («το [[χώμα]] ήταν στεγνό και ρούφηξε [[αμέσως]] το [[νερό]]»)<br /><b>2.</b> [[εισπνέω]] («μη ρουφάς τον καπνό»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εξαντλώ]], [[εξασθενώ]] κάποιον («τον ρούφηξε [[τελείως]]»)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[ρουφηγμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αδυνατισμένος, εξασθενημένος<br /><b>αρχ.</b><br />(για ασθενείς) τρέφομαι μόνο με υγρή [[τροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ῥοφῶ</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>srebh</i>- «ρουφώ» και συνδέεται με τα αρμ. <i>arbi</i>, λιθουαν. <i>surbiu</i>, αρχ. σλαβ. <i>srŭbati</i> και το λατ. <i>sorbeo</i>. Ο ιων. τ. του ρήματος <i>ῥυφῶ</i> εμφανίζει δυσερμήνευτο φωνηετισμό -<i>υ</i>-, που πιθ. οφείλεται σε ιδιαίτερη [[αντιπροσώπευση]] συνεσταλμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> [[ρόμβος]]: [[ρύμβος]]). Ο ενεστ. τ. <i>ῥοφῶ</i> (-<i>άω</i>) [[είναι]] [[σπάνιος]] και μτγν. Το ρ. εμφανίζει τα εκφραστικά παράγωγα [[ῥοφάνω]] / [[ῥυφάνω]] / [[ῥυμφάνω]] (<b>πρβλ.</b> [[ἐρυγγάνω]]), ενώ ο τ. [[ῥόφω]] [[πρέπει]] να [[είναι]] μτγν. [[επινόηση]] τών γραμματικών, προκειμένου να δικαιολογηθούν οι μτγν τ. [[ῥόμμα]] και [[ῥοπτός]] (<b>βλ. λ.</b> [[ρόμμα]]). Στη Νέα Ελληνική, [[τέλος]], χρησιμοποιείται συν. ο τ. <i>ρουφώ</i> (με [[κώφωση]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ου</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σάπων]]: [[σαπούνι]])]. | |mltxt=ῥοφῶ, -άω και -έω, ΝΜΑ, και ρουφῶ Ν και ῥοφῶ και [[ῥοφάνω]] και [[ῥυφάνω]] και [[ῥυμφάνω]] και ιων. τ. ῥυφῶ, -έω, Α<br /><b>1.</b> [[καταπίνω]] [[υγρό]] με [[βαθιά]] [[εισπνοή]], με θορυβώδη τρόπο, με [[λαιμαργία]] (α. «μη ρουφάς [[έτσι]] τον [[καφέ]]» β. «τὴν φακῆν ῥοφήσομαι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αδειάζω]] [[πιάτο]], [[ποτήρι]] ή [[άλλο]] [[σκεύος]] από το περιεχόμενό του πίνοντάς το (α. «ρούφηξέ το όλο, μην αφήσεις [[τίποτα]]» β. «ῥοφήσει [[τρύβλιον]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απορροφώ]] («το [[χώμα]] ήταν στεγνό και ρούφηξε [[αμέσως]] το [[νερό]]»)<br /><b>2.</b> [[εισπνέω]] («μη ρουφάς τον καπνό»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εξαντλώ]], [[εξασθενώ]] κάποιον («τον ρούφηξε [[τελείως]]»)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[ρουφηγμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αδυνατισμένος, εξασθενημένος<br /><b>αρχ.</b><br />(για ασθενείς) τρέφομαι μόνο με υγρή [[τροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ῥοφῶ</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>srebh</i>- «ρουφώ» και συνδέεται με τα αρμ. <i>arbi</i>, λιθουαν. <i>surbiu</i>, αρχ. σλαβ. <i>srŭbati</i> και το λατ. <i>sorbeo</i>. Ο ιων. τ. του ρήματος <i>ῥυφῶ</i> εμφανίζει δυσερμήνευτο φωνηετισμό -<i>υ</i>-, που πιθ. οφείλεται σε ιδιαίτερη [[αντιπροσώπευση]] συνεσταλμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> [[ρόμβος]]: [[ρύμβος]]). Ο ενεστ. τ. <i>ῥοφῶ</i> (-<i>άω</i>) [[είναι]] [[σπάνιος]] και μτγν. Το ρ. εμφανίζει τα εκφραστικά παράγωγα [[ῥοφάνω]] / [[ῥυφάνω]] / [[ῥυμφάνω]] (<b>πρβλ.</b> [[ἐρυγγάνω]]), ενώ ο τ. [[ῥόφω]] [[πρέπει]] να [[είναι]] μτγν. [[επινόηση]] τών γραμματικών, προκειμένου να δικαιολογηθούν οι μτγν τ. [[ῥόμμα]] και [[ῥοπτός]] (<b>βλ. λ.</b> [[ρόμμα]]). Στη Νέα Ελληνική, [[τέλος]], χρησιμοποιείται συν. ο τ. <i>ρουφώ</i> (με [[κώφωση]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ου</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σάπων]]: [[σαπούνι]])]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[ροφώ]]. | |||
}} | }} |