Anonymous

ῥυΐσκομαι: Difference between revisions

From LSJ
36
(6_5)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥῠΐσκομαι''': ἀποθετ., (ῥέω) [[πάσχω]] ἐκ διαρροίας, Ἡλιόδ. 2. 19.
|lstext='''ῥῠΐσκομαι''': ἀποθετ., (ῥέω) [[πάσχω]] ἐκ διαρροίας, Ἡλιόδ. 2. 19.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>(απόθ.)</b><br /><b>1.</b> [[υποφέρω]] από [[διάρροια]]<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζω]] [[τριχόπτωση]]<br /><b>3.</b> <b>πιθ.</b> ρέω, χύνομαι<br /><b>4.</b> (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως, ουσ.) <i>ὁ ῥυϊσκόμενος</i><br />ο εκτεινόμενος ή ο [[ρευστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ῥυΐσκομαι]] έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ῥύαξ]], [[ῥύσις]]) με [[επίθημα]] -[[ίσκω]] / -<i>ίσκομαι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἁλ</i>-<i>ίσκομαι</i>)].
}}
}}