Anonymous

ῥυαδικός: Difference between revisions

From LSJ
36
(6_10)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥυᾰδικός''': -ή, -όν, (ῥυὰς) ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς διάρροιαν, ῥυαδικὸν [[πάθος]] = [[ῥυάς]], Παῦλ. Αἰγ. 6, 7. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ πάσχων ἐκ ῥυάδος, Γαλην. τ. 2, σ. 396.
|lstext='''ῥυᾰδικός''': -ή, -όν, (ῥυὰς) ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς διάρροιαν, ῥυαδικὸν [[πάθος]] = [[ῥυάς]], Παῦλ. Αἰγ. 6, 7. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ πάσχων ἐκ ῥυάδος, Γαλην. τ. 2, σ. 396.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ῥυάς]], -[[άδος]]]<br /><b>1.</b> (για νόσο) αυτός που εκδηλώνεται με [[διάρροια]]<br /><b>2.</b> (για ασθενή) αυτός που πάσχει από [[ακράτεια]] ούρων<br /><b>3.</b> αυτός που πάσχει από [[ρυάδα]] τών οφθαλμών.
}}
}}