Anonymous

ῥυώδης: Difference between revisions

From LSJ
36
(6_7)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥυώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ῥέων, ἐπὶ προσώπων, ῥυώδεες τὰ οὖρα, οἱ μὴ δυνάμενοι νὰ κρατήσωσι τὰ οὖρα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815· [[σπέρμα]] πολὺ καὶ ῥ., ἐλευθέρως [[ῥέον]], Πλάτ. Τίμ. 86C, D· ἐπὶ πυρετῶν, συνεχὴς καὶ [[συχνός]], Γαλην. τ. 19, σ. 552, 17.
|lstext='''ῥυώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ῥέων, ἐπὶ προσώπων, ῥυώδεες τὰ οὖρα, οἱ μὴ δυνάμενοι νὰ κρατήσωσι τὰ οὖρα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815· [[σπέρμα]] πολὺ καὶ ῥ., ἐλευθέρως [[ῥέον]], Πλάτ. Τίμ. 86C, D· ἐπὶ πυρετῶν, συνεχὴς καὶ [[συχνός]], Γαλην. τ. 19, σ. 552, 17.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α<br /><b>1.</b> [[ρευστός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ρέει ελεύθερα και με [[ορμή]] («[[σπέρμα]] πολὺ καὶ ῥυῶδες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για πυρετό) [[συνεχής]] και [[συχνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥυF</i>- του <i>ῥέω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μυ</i>-<i>ώδης</i>)].
}}
}}