Anonymous

σάθη: Difference between revisions

From LSJ
764 bytes added ,  29 September 2017
36
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />le sexe de l’homme (Archil., AR Lys.).<br />'''Étymologie:''' DELG pê tiré de [[σαίνω]] avec le sens de « queue ».
|btext=ης (ἡ) :<br />le sexe de l’homme (Archil., AR Lys.).<br />'''Étymologie:''' DELG pê tiré de [[σαίνω]] avec le sens de « queue ».
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />το ανδρικό [[μόριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. του ρ. [[σαίνω]] «[[κουνώ]] την [[ουρά]]» (<b>πρβλ.</b> <i>σά</i>-<i>νν</i>-<i>ιον</i> «ανδρικό [[μόριο]]») με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>θη</i>, το οποίο απαντά και σε άλλες συγγενείς σημασιολογικά λ. (<b>πρβλ.</b> <i>πόσ</i>-<i>θη</i>, <i>κύσ</i>-<i>θο</i>-<i>ς</i>). Η σημ. της λ. «ανδρικό [[μόριο]]» ερμηνεύεται από την [[ομοιότητα]] του ανδρικού μορίου με [[ουρά]]].
}}
}}