3,253,467
edits
(6_8) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σάλπη''': ἡ [[θαλάσσιος]] ἰχθύς, Λατ. salpa, Γαλλ. saupe, Ἐπίχ. (πρβλ. Ἀθήν. 321D κἑξ.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 5, κ. ἀλλ· [[ὡσαύτως]] σάλπης, ὁ, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 11· [[σάλπος]] [[εἶναι]] διάφορ. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 19· [[σάρπη]] [[αὐτόθι]] 18. 9, 37. 14, κ. ἀλλ.· [[σάλπιγξ]] 5. 9, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σάλπη]]· [[ἰχθὺς]] [[ποιός]], ὃν καὶ βοῦν καλοῦσιν». | |lstext='''σάλπη''': ἡ [[θαλάσσιος]] ἰχθύς, Λατ. salpa, Γαλλ. saupe, Ἐπίχ. (πρβλ. Ἀθήν. 321D κἑξ.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 5, κ. ἀλλ· [[ὡσαύτως]] σάλπης, ὁ, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 11· [[σάλπος]] [[εἶναι]] διάφορ. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 19· [[σάρπη]] [[αὐτόθι]] 18. 9, 37. 14, κ. ἀλλ.· [[σάλπιγξ]] 5. 9, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σάλπη]]· [[ἰχθὺς]] [[ποιός]], ὃν καὶ βοῦν καλοῦσιν». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ, και [[σάλπα]] και [[σάρπα]] Ν, και [[σάρπη]], και ως αρσ. σάλπης και [[σάλπος]], ὁ, Α<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] του περκόμορφου ιχθύος Salpa boops, γνωστού με την [[λόγια]] [[ονομασία]] Βωξ η [[σάλπη]], συγγενικού της γόπας και κοινότατου στις ελληνικές θάλασσες<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἰχθὺς]] [[ποιός]], ὅν καὶ βοῡν καλοῡσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία προέρχεται από τον χώρο της Μεσογείου (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>salpa</i> / <i>sarpa</i>, γαλλ.-αγγλ. <i>saupe</i>)]. | |||
}} | }} |