3,277,218
edits
(6_21) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σάλευμα''': τό, (σᾰλεύω) [[κίνησις]] [[ἀσταθής]], «κούνημα», [[σάλος]], κλονισμός, Ἀρτεμίδ. 1. 79· σάλ. πολεμικὸν ἵππου Δίων Χρ. 2. 326. | |lstext='''σάλευμα''': τό, (σᾰλεύω) [[κίνησις]] [[ἀσταθής]], «κούνημα», [[σάλος]], κλονισμός, Ἀρτεμίδ. 1. 79· σάλ. πολεμικὸν ἵππου Δίων Χρ. 2. 326. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ, και [[σάλεμα]] Ν [[σαλεύω]]<br /><b>1.</b> μικρή [[μετακίνηση]], [[μετατόπιση]]<br /><b>2.</b> [[απώλεια]] της ισορροπίας ενός πράγματος από [[φυσικά]] ή τεχνητά αίτια, [[ταλάντευση]], [[λίκνισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[απώλεια]] του λογικού ειρμού τών σκέψεων, [[παραφροσύνη]], [[τρέλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασταθής]] [[κίνηση]], [[κυματισμός]], [[σάλος]]. | |||
}} | }} |