Anonymous

σανδαλίσκος: Difference between revisions

From LSJ
36
(6_15)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σανδᾰλίσκος''': ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ [[σάνδαλον]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 405· πρβλ. σαμβαλ-.
|lstext='''σανδᾰλίσκος''': ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ [[σάνδαλον]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 405· πρβλ. σαμβαλ-.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, και αιολ. τ. [[σαμβαλίσκος]] και [[ετερόκλιτος]] τ. πληθ. σανδαλίσκα, Α<br /><b>υποκορ.</b> μικρό [[σάνδαλο]], μικρό [[σανδάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάνδαλον]] / [[σάμβαλον]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οβελ</i>-<i>ίσκος</i>)].
}}
}}