Anonymous

σαπωναρικός: Difference between revisions

From LSJ
36
(6_11)
(36)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σᾰπωναρικός''': -ή, -όν, σαπωνοειδής, σαπωνώδης, [[στακτός]], Ἰατρ.
|lstext='''σᾰπωναρικός''': -ή, -όν, σαπωνοειδής, σαπωνώδης, [[στακτός]], Ἰατρ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[σαπωνοειδής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σαπωναρική [[τέχνη]]» — η [[τέχνη]] παρασκευής σαπουνιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάπων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αρικός</i>, η οποία απαντά σε επίθ. που παράγονται από λ. με θ. σε -<i>αρ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>πλουμ</i>-<i>αρ</i>-<i>ικός</i>)].
}}
}}