Anonymous

σανιδωτός: Difference between revisions

From LSJ
36
(6_11)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σᾰνῐδωτός''': -ή, -όν, ὁ ὑπὸ σανίδων κεκαλυμμένος, πατωμένος μὲ σανίδια, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΖ΄, 8, κ. ἀλλ.).
|lstext='''σᾰνῐδωτός''': -ή, -όν, ὁ ὑπὸ σανίδων κεκαλυμμένος, πατωμένος μὲ σανίδια, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΖ΄, 8, κ. ἀλλ.).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σανιδωτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σανιδῶ]]<br />στρωμένος, καλυμμένος ή κατασκευασμένος με σανίδες<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] για [[πλοίο]]) αυτός που έχει σανιδένιο [[κατάστρωμα]].
}}
}}